- διατύπωμα
- το (Μ διατύπωμα)νεοελλ.1. το πρότυπο για την κατασκευή όμοιων πραγμάτων ή για την τήρηση τών καθορισμένων διαστάσεων στην κατασκευή όμοιων αντικειμένων2. αρνητικό εκμαγείο για την εκτύπωση ανάγλυφων παραστάσεων, καλούπιμσν.σχήμα, διάγραμμα.
Dictionary of Greek. 2013.